-
1 ξυνεκφερω
1) вместе выносить (покойника), т.е. участвовать в похоронной процессии Thuc.2) вместе уносить, увлекать3) выводить, представлять, изображать4) выводить прочь, извергать(τι τῷ νοσήματι Plut.)
5) вместе переносить, испытывать(τι Eur.)
-
2 παρακολουθεω
1) идти рядом, сопровождать, следовать(τινι Arph., Plat. etc.)
2) следовать, повиноваться(τῇ διδασκαλίᾳ NT.)
3) проходить (простираться, тянуться) вдольδι΄ ὅλης τῆς ἱππικῆς παρακολουθεῖ Xen. — (это правило) является общим для верховой езды4) внимательно следить, исследовать(νοσήματι Plat.; τοῖς πράγμασιν Dem.; πᾶσιν ἀκριβῶς NT.)
5) понимать, постигать(ταῖς πράξεσιν Polyb.)
6) лог., филос. быть (тесно) связанным, относиться(τινι Arst.)
-
3 συνεκφερω
1) вместе выносить (покойника), т.е. участвовать в похоронной процессии Thuc.2) вместе уносить, увлекать3) выводить, представлять, изображать4) выводить прочь, извергать(τι τῷ νοσήματι Plut.)
5) вместе переносить, испытывать(τι Eur.)
-
4 επιπλεκω
1) (сверх того) вплетать2) перен. вводить, вставлять (в речь и т.п.)(τί τινι Arst. и τινά Anth.)
3) pass. сплетаться, смешиваться(τινι Luc.)
ταῖς Ἑλληνικαῖς πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Polyb. — быть тесно связанным с греческой историей4) pass. вступать в связь(γυναικί τινι Diod.)
См. также в других словарях:
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
κοινότητα — Όρος που χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες, συνηθέστερα ως συνώνυμος της κοινωνίας, της κοινωνικής οργάνωσης και του κοινωνικού συστήματος ή της συλλογικής δραστηριότητας. Ιστορικά καθιερώθηκε και ταυτίστηκε με την έννοια μιας ειδικής εδαφικής… … Dictionary of Greek
πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek